- Χιμαίρᾳ
- Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιραshe-goatfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιμαίρᾳ — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… … Dictionary of Greek
χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμαίρας — χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem acc pl χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χιμαίραι — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμαίραι — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)